ἐξαιρετέα

ἐξαιρετέα
ἐξαιρετέος
to be taken out
neut nom/voc/acc pl
ἐξαιρετέᾱ , ἐξαιρετέος
to be taken out
fem nom/voc/acc dual
ἐξαιρετέᾱ , ἐξαιρετέος
to be taken out
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξαιρετέος — α, ο (AM ἐξαιρετέος, α, ον) [εξαιρώ] αυτός που πρέπει να εξαιρεθεί νεοελλ. φρ. «(ημέρα) εξαιρετέα» αργία αρχ. φρ. α) «Καρχηδών... ἐξαιρετέα ἐδόκει εἶναι» αποφασίστηκε ότι έπρεπε να εξαφανιστεί, να καταστραφεί η Καρχηδών β) «γυναῑκας ἐξαιρετέον ἄν …   Dictionary of Greek

  • εξαιρετέος — α, ο 1. που πρέπει να εξαιρεθεί, που δε δικαιούται να περιληφθεί κάπου, ο εξαιρέσιμος. 2. φρ., «εξαιρετέα ημέρα», ημέρα αργίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”